-
1 μελιτόω
μελιτόω, mit Honig vermischen, süßen; μήκωνα μεμελιτωμένην, Thuc. 4, 26; auch ἀγγεῖον μεμελιτωμένον, mit Honig gefüllt, Plut. Symp. 1, 10, 2.
-
2 μελιτοω
-
3 μελιτόω
μελιτόω, mit Honig vermischen, süßen; auch ἀγγεῖον μεμελιτωμένον, mit Honig gefüllt
См. также в других словарях:
μελιτώ — μελιτῶ, όω (Α) 1. μτφ. γλυκαίνω 2. (το μέσ.) μελιτοῡμαι, όομαι (για φαγητά) αναμιγνύομαι με μέλι, μελώνομαι, γλυκαίνω 2. γεμίζω με μέλι («ἀγγεῑον μεμελιτωμένον» αγγείο γεμάτο με μέλι, Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος] … Dictionary of Greek